θηριοδαμαστής

θηριοδαμαστής
ό, θηλ. θηριοδαμάστρια
δαμαστής θηρίων,αυτός που έχει ως επάγγελμα να δαμάζει και να γυμνάζει άγρια ζώα, θηριοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δαμαστής (< δαμάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηριοδαμαστής — ο θηλ. θηριοδαμάστρια αυτός που δαμάζει τα άγρια θηρία: Θηριοδαμαστής του τσίρκου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • θηρεύτωρ — θηρεύτωρ, ὁ (Α) [θηρεύω] (για άνδρες που μετέχουν σε αγώνα τού ιπποδρόμου) κυνηγός θηρίων, θηριοδαμαστής …   Dictionary of Greek

  • τζαμπάζης — και τσαμπάζης, ο, Ν 1. έμπορος ή μεταπράτης αλόγων ή άλλων υποζυγίων 2. θηριοδαμαστής 3. σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. čambaz] …   Dictionary of Greek

  • θηριοτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί θηρία. 2. θηριοδαμαστής. 3. «θηριοτρόφα περιοχή», περιοχή γεμάτη θηρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”